ὠκεανῖτις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὠκεανῖτις < Ὠκεανός
Επίθετο
επεξεργασίαὠκεανῖτις -ίτιδος
- ο σχετικός με τον ωκεανό, την πλατιά θάλασσα, τον ανοιχτό ωκεανό, ωκεάνιος, ίσως ονομασία της θαλάσσιας περιοχής που κάλυπτε ο μεγάλος ωκεανός τον οποίο οι αρχαίοι φαντάζονταν να αγκαλιάζει τη στεριά (οπότε είναι ουσιαστικό)
- πάσης δὲ κρατεῖ θαλάσσης, οὐ μόνον τῆς ἐντὸς Ἡρακλείων στηλῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς Ὠκεανίτιδος (: κυριαρχούσε σε όλες τις θάλασσες, όχι μόνο μέσα από τις Ηράκλειες στήλες, αλλά και στου ωκεανού)