Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠκεανίς < Ὠκεανός

  Επίθετο επεξεργασία

ὠκεανίς -ίδος

  1. ο σχετικός με τον ωκεανό, την πλατιά θάλασσα, ωκεάνιος
    νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (το νησί τ' αγκαλιάζουν οι αύρες του ωκεανού)


Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση ουσιαστικου