ὠκεανίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὠκεανίς < Ὠκεανός
Επίθετο επεξεργασία
ὠκεανίς -ίδος
- ο σχετικός με τον ωκεανό, την πλατιά θάλασσα, ωκεάνιος
- νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (το νησί τ' αγκαλιάζουν οι αύρες του ωκεανού)
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση ουσιαστικου