Ετυμολογία

επεξεργασία
ὤκιμον < ρίζα ἄκ-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὤκιμον ουδέτερο (ίσς ταυτίζεται με το ὤκινον

  1. χόρτο για τα ζώα, είδος τριφυλλιού
  2. πιθανόν ο βασιλικός


Συγγενικά

επεξεργασία