Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠτειλή < οὐτάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠτειλή θηλυκό

  1. πρόσφατο τραύμα, ανοιχτή πληγή (στον Όμηρο)
    αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς
    οὐταμένη ὠτειλή
  2. αργότερα γενικά η πληγή, πρόσφατη ή όχι