ὡρολόγιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὡρολόγιον | τὰ | ὡρολόγιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ὡρολογίου | τῶν | ὡρολογίων | ||||
δοτική | τῷ | ὡρολογίῳ | τοῖς | ὡρολογίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ὡρολόγιον | τὰ | ὡρολόγιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ὡρολόγιον | ὡρολόγιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡρολογίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὡρολογίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὡρολόγιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὥρ(α) + -ο- + -λόγιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὡρολόγιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- μηχανισμός που δείχνει την ώρα
- ⮡ καὶ γὰρ οἱ τῶν ὡρολογίων γνώμονες οὐ συμμεθιστάμενοι ταῖς σκιαῖς ἀλλ᾽ ἑστῶτες ὄργανα... (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ⮡ ἀπὸ τοῦ σκιακοῦ ὡρολογίου
- ⮡ ὡρολόγιον ὑδραυλικόν (κλεψύδρα)
- ⮡ μηχανικὰ ὡρολόγια
Πηγές
επεξεργασία- ὡρολόγιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.