ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὡροσκοπεῖον τὰ ὡροσκοπεῖ
      γενική τοῦ ὡροσκοπείου τῶν ὡροσκοπείων
      δοτική τῷ ὡροσκοπεί τοῖς ὡροσκοπείοις
    αιτιατική τὸ ὡροσκοπεῖον τὰ ὡροσκοπεῖ
     κλητική ! ὡροσκοπεῖον ὡροσκοπεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὡροσκοπείω
γεν-δοτ τοῖν  ὡροσκοπείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὡροσκοπεῖον < ὡροσκοπ(έω) + -εῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὡροσκοπεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. ωρολόγιο
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 2.5, 14 @perseus.tufts.edu @wikisource
    συμφωνεῖν γὰρ καὶ τὰ ὡροσκοπεῖα καὶ τοὺς ἀνέμους φασὶ τοὺς ἑκατέρωσε φοροὺς καὶ τὰ μήκη τῶν μεγίστων ἡμερῶν τε καὶ νυκτῶν· ἔστι γὰρ τετταρεσκαίδεκα ὡρῶν ἰσημερινῶν καὶ ἡμίσους ἡ μεγίστη τῶν ἡμερῶν τε καὶ νυκτῶν.
     συνώνυμα: ὡρολόγιον
  2. ωροσκόπος
     συνώνυμα: ὡροσκόπος

Άλλες μορφές

επεξεργασία