Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠτακουστέω < ὠτός ( < οὖς) + ἀκούω ή κατ' άλλους από το ὠτακουστής

ὠτακουστέω

  1. κρυφακούω, σπιουνεύω, κατασκοπεύω
    εἴ τι δυναίατο κακὸν τοὺς πολεμίους ποιέειν, ἅμα δὲ καὶ ὠτακούστεον ὅκῃ πεσέεται τὰ Μαρδονίου πρήγματα
    οὐ πολλοὺς προύπεμπεν, ἐφορωμένους ὑπὸ Χρυσάντα καὶ ἐφορῶντας αὐτὸν, ὡς ὠτακουστοῦντες

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Απαντάται μόνο στον ενεστώτα, κυρίως η μετοχή

Συγγενικά

επεξεργασία