Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠρεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠρεύω
<
ὤρα
(
φροντίδα
) ή
οὖρος
(
φύλακας
)
Ρήμα
επεξεργασία
ὠρεύω
(απαντά και
οὐρεύω
)
φροντίζω
,
μεριμνώ
Συγγενικά
επεξεργασία
δυσωρέω
εὐθύωρος
ὀλίγωρος
,
ὀλιγωρία