ὀλιγωρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὀλῐγωρῐᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ὀλιγωρίᾱ | αἱ | ὀλιγωρίαι | |
γενική | τῆς | ὀλιγωρίᾱς | τῶν | ὀλιγωριῶν | |
δοτική | τῇ | ὀλιγωρίᾳ | ταῖς | ὀλιγωρίαις | |
αιτιατική | τὴν | ὀλιγωρίᾱν | τὰς | ὀλιγωρίᾱς | |
κλητική ὦ! | ὀλιγωρίᾱ | ὀλιγωρίαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀλιγωρίᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀλιγωρίαιν | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀλιγωρία < ὀλίγωρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀλιγωρία, -ας θηλυκό
- καταφρόνηση, περιφρόνηση, αδιαφορία
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 52.3
- τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως.
- Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ᾽ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τά τε ἱερὰ ἐν οἷς ἐσκήνηντο νεκρῶν πλέα ἦν, αὐτοῦ ἐναποθνῃσκόντων· ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 2, 1379b
- ὀλιγωρίας γὰρ δοκεῖ καὶ ἡ λήθη σημεῖον εἶναι· δι᾽ ἀμέλειαν μὲν γὰρ ἡ λήθη γίγνεται, ἡ δ᾽ ἀμέλεια ὀλιγωρία τίς ἐστιν.
- ο λόγος είναι ότι και η λήθη μοιάζει να δείχνει περιφρόνηση, αφού η λήθη έχει για αιτία της την αδιαφορία — η αδιαφορία δεν θεωρούμε ότι είναι ένα είδος περιφρόνησης;
- Μετάφραση (2002, 2004): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὀλιγωρίας γὰρ δοκεῖ καὶ ἡ λήθη σημεῖον εἶναι· δι᾽ ἀμέλειαν μὲν γὰρ ἡ λήθη γίγνεται, ἡ δ᾽ ἀμέλεια ὀλιγωρία τίς ἐστιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 52.3
- παραμέληση, αμέλεια καθήκοντος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 74
- ἐπισκεψάμενοι Ἀθηναῖοι ἐπιτιμήσουσι κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν·
- οι Αθηναίοι θα κάνουν ανακρίσεις και θα τον τιμωρήσουν ανάλογα με τον βαθμό της παράβασης·
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐπισκεψάμενοι Ἀθηναῖοι ἐπιτιμήσουσι κατὰ τὴν τῆς ὀλιγωρίας ἀξίαν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 74
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ὀλιγωρέω
Πηγές
επεξεργασία- ὀλιγωρία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀλιγωρία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.