ολιγωρία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ολιγωρία | οι | ολιγωρίες |
γενική | της | ολιγωρίας | των | ολιγωριών |
αιτιατική | την | ολιγωρία | τις | ολιγωρίες |
κλητική | ολιγωρία | ολιγωρίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ολιγωρία < αρχαία ελληνική ὀλιγωρία < ὀλίγος + ὤρα (φροντίδα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ολιγωρία θηλυκό
- κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής από κάποιον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του
- έφαγαν γκολ από ολιγωρία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ολιγωρία