ολιγωρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαολιγωρώ
- επιδεικνύω κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ολιγωρώ | ολιγωρούσα | θα ολιγωρώ | να ολιγωρώ | ολιγωρώντας | |
β' ενικ. | ολιγωρείς | ολιγωρούσες | θα ολιγωρείς | να ολιγωρείς | (ολιγώρει) | |
γ' ενικ. | ολιγωρεί | ολιγωρούσε | θα ολιγωρεί | να ολιγωρεί | ||
α' πληθ. | ολιγωρούμε | ολιγωρούσαμε | θα ολιγωρούμε | να ολιγωρούμε | ||
β' πληθ. | ολιγωρείτε | ολιγωρούσατε | θα ολιγωρείτε | να ολιγωρείτε | ολιγωρείτε | |
γ' πληθ. | ολιγωρούν(ε) | ολιγωρούσαν(ε) | θα ολιγωρούν(ε) | να ολιγωρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ολιγώρησα | θα ολιγωρήσω | να ολιγωρήσω | ολιγωρήσει | ||
β' ενικ. | ολιγώρησες | θα ολιγωρήσεις | να ολιγωρήσεις | ολιγώρησε | ||
γ' ενικ. | ολιγώρησε | θα ολιγωρήσει | να ολιγωρήσει | |||
α' πληθ. | ολιγωρήσαμε | θα ολιγωρήσουμε | να ολιγωρήσουμε | |||
β' πληθ. | ολιγωρήσατε | θα ολιγωρήσετε | να ολιγωρήσετε | ολιγωρήστε | ||
γ' πληθ. | ολιγώρησαν ολιγωρήσαν(ε) |
θα ολιγωρήσουν(ε) | να ολιγωρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ολιγωρήσει | είχα ολιγωρήσει | θα έχω ολιγωρήσει | να έχω ολιγωρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ολιγωρήσει | είχες ολιγωρήσει | θα έχεις ολιγωρήσει | να έχεις ολιγωρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ολιγωρήσει | είχε ολιγωρήσει | θα έχει ολιγωρήσει | να έχει ολιγωρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ολιγωρήσει | είχαμε ολιγωρήσει | θα έχουμε ολιγωρήσει | να έχουμε ολιγωρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ολιγωρήσει | είχατε ολιγωρήσει | θα έχετε ολιγωρήσει | να έχετε ολιγωρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ολιγωρήσει | είχαν ολιγωρήσει | θα έχουν ολιγωρήσει | να έχουν ολιγωρήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολιγωρώ
|