Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ὀλιγωρέω, ὀλιγωρῶ   ὀλιγωροῦμαι 
Παρατατικός  ὠλιγώρουν 
Μέλλοντας  ὀλιγωρήσω 
Αόριστος  ὠλιγώρησα   ὠλιγωρήθην 
Παρακείμενος  ὠλιγώρημαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀλιγωρέω < λείπει η ετυμολογία ὀλιγ-

ὀλιγωρέω / ὀλιγωρῶ

  1. δείχνω μικρή εκτίμηση, κρίνω με ελαφρότητα, δίνω μικρή σημασία σε κάτι, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, παραμελώ
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 91.7
    μάλιστα δὲ τῆς ἀπὸ τῶν ξυμμάχων προσόδου ἧσσον διαφορουμένης, οἳ τὰ παρ᾽ ὑμῶν νομίσαντες ἤδη κατὰ κράτος πολεμεῖσθαι ὀλιγωρήσουσιν.
    Αλλά το κυριότερο απ᾽ όλα, θα μειωθεί το ποσό του φόρου που πληρώνουν οι σύμμαχοι, οι οποίοι, βλέποντας ότι κάνετε τον πόλεμο με όλη σας την δύναμη, δεν θα δείχνουν προθυμία να πληρώσουν.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α′, 3
    ἵν᾽ ἴδητ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ θεάσησθε, ὅτι οὐδὲν οὔτε φυλαττομένοις ὑμῖν ἐστιν φοβερόν, οὔτ᾽, ἂν ὀλιγωρῆτε, τοιοῦτον οἷον ἂν ὑμεῖς βούλοισθε,
    Για να συνειδητοποιήσετε, Αθηναίοι, και να δείτε με τα ίδια σας τα μάτια ότι ούτε, όταν φυλάγεστε, έχετε να αντιμετωπίσετε κάτι φοβερό, αλλ᾽ ούτε, αν ολιγωρείτε, θα έχετε τέτοιο αποτέλεσμα που θα θέλατε,
    Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  2. (στην παθητική φωνή) δεν απολαμβάνω μεγάλης εκτίμησης, παραμελούμαι, υποτιμούμαι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία