Ὠρωπός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ὠρωπός | οἱ | Ὠρωποί |
γενική | τοῦ | Ὠρωποῦ | τῶν | Ὠρωπῶν |
δοτική | τῷ | Ὠρωπῷ | τοῖς | Ὠρωποῖς |
αιτιατική | τὸν | Ὠρωπόν | τοὺς | Ὠρωπούς |
κλητική ὦ! | Ὠρωπέ | Ὠρωποί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὠρωπώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὠρωποῖν | ||
Στον ενικό | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ὠρωπός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαὨρωπός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ὠρωπός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.