Δείτε επίσης: Ὠρωπός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ωρωπός οι Ωρωποί
      γενική του Ωρωπού των Ωρωπών
    αιτιατική τον Ωρωπό τους Ωρωπούς
     κλητική Ωρωπέ Ωρωποί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ωρωπός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ὠρωπός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /o.ɾoˈpos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ω‐ρω‐πός

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ωρωπός αρσενικό

  1. οικισμός της Αττικής, ο αρχαίος Ὠρωπός με παραλιακό λιμάνι τη Σκάλα Ωρωπού
  2. ονομασία αρχαίων πόλεων σε Μακεδονία και Συρία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία