Ωρωπιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾoˈpʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐ρω‐πιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΩρωπιώτης αρσενικό (θηλυκό Ωρωπιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Ωρωπό ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ωρωπιώτης
|