γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὠρώπιος Ὠρωπί τὸ Ὠρώπιον
      γενική τοῦ Ὠρωπίου τῆς Ὠρωπίᾱς τοῦ Ὠρωπίου
      δοτική τῷ Ὠρωπί τῇ Ὠρωπί τῷ Ὠρωπί
    αιτιατική τὸν Ὠρώπιον τὴν Ὠρωπίᾱν τὸ Ὠρώπιον
     κλητική ! Ὠρώπιε Ὠρωπί Ὠρώπιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ὠρώπιοι αἱ Ὠρώπιαι τὰ Ὠρώπι
      γενική τῶν Ὠρωπίων τῶν Ὠρωπίων τῶν Ὠρωπίων
      δοτική τοῖς Ὠρωπίοις ταῖς Ὠρωπίαις τοῖς Ὠρωπίοις
    αιτιατική τοὺς Ὠρωπίους τὰς Ὠρωπίᾱς τὰ Ὠρώπι
     κλητική ! Ὠρώπιοι Ὠρώπιαι Ὠρώπι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ὠρωπίω τὼ Ὠρωπί τὼ Ὠρωπίω
      γεν-δοτ τοῖν Ὠρωπίοιν τοῖν Ὠρωπίαιν τοῖν Ὠρωπίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὠρώπιος < Ὠρωπ(ός) + -ιος

  Επίθετο

επεξεργασία

Ὠρώπιος, -α, -ον