ὡρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὡρεῖον | τὰ | ὡρεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ὡρείου | τῶν | ὡρείων |
δοτική | τῷ | ὡρείῳ | τοῖς | ὡρείοις |
αιτιατική | τὸ | ὡρεῖον | τὰ | ὡρεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ὡρεῖον | ὡρεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὡρείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὡρείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὡρεῖον < ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *yōr-ā • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὡρεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- σιταποθήκη, ωρείο
- ※ ὡρεῖον: τὸ σιτοδοχεῖον (Αίλιος Ηρωδιανός (3ος αιώνας μ.Χ.), Ἐπιμερισμοί, 103, 1-2)
- ※ Ὁ δὲ θειότατος ᾿Αναστάσιος (…) ἐποίησεν ἐν αὐτῷ δημόσια λουτρὰ δύο καὶ ἐκκλησίας καὶ ἐμβόλους καὶ ὡρεῖα εἰς ἀπόθετα σίτου καὶ κιστέρνας ὑδάτων. (Ιωάννης Μαλάλας, 5ος-6ος αιώνας, Χρονογραφία, 2, 399, 7)
- αχυρώνας
Πηγές
επεξεργασία- ὡρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.