ὠρυγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὠρυγή | αἱ | ὠρυγαί | ||||
γενική | τῆς | ὠρυγῆς | τῶν | ὠρυγῶν | ||||
δοτική | τῇ | ὠρυγῇ | ταῖς | ὠρυγαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | ὠρυγήν | τὰς | ὠρυγᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | ὠρυγή | ὠρυγαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠρυγᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠρυγαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠρυγή < ὠρύομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠρυγή, -ῆς θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άγρια φωνή, ουρλιαχτό ζώου
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 10.9
- καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον, ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ᾽ ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν.
- Όμως και οι πολίτες που εξαιτίας των γηρατειών τους απόμεναν στην πόλη προκαλούσαν λύπη μεγάλη. Ακόμη μια γλυκιά συμπάθεια που ράγιζε την καρδιά ένιωθε κανείς για τα ήμερα σπιτικά ζώα, που με φωνές και με λαχτάρα έτρεχαν ακολουθώντας τα αφεντικά τους σαν έμπαιναν στα πλοία.
- Μετάφραση (1965), Μιχάλης Οικονόμου, @greek‑language.gr
- καίτοι πολὺν μὲν οἱ διὰ γῆρας ὑπολειπόμενοι τῶν πολιτῶν ἔλεον εἶχον, ἦν δέ τις καὶ ἀπὸ τῶν ἡμέρων καὶ συντρόφων ζῴων ἐπικλῶσα γλυκυθυμία, μετ᾽ ὠρυγῆς καὶ πόθου συμπαραθεόντων ἐμβαίνουσι τοῖς ἑαυτῶν τροφεῦσιν.
- ≈ συνώνυμα: ὠρυθμός
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Θεμιστοκλῆς, 10.9
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὠρυγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠρυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.