Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠχρός < αγνώστου ετύμου

  Επίθετο επεξεργασία

ὠχρός, -ά, -όν

  1. ωχρός, χλομός, φαιός και πελιδνός, που είχε χάσει το χρώμα του και ήταν γκριζωπό
  2. που έχει κιτρινωπό χρώμα σαν του αβγού

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία