Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὠχροτητ-
ονομαστική ὠχρότης αἱ ὠχρότητες
      γενική τῆς ὠχρότητος τῶν ὠχροτήτων
      δοτική τῇ ὠχρότητ ταῖς ὠχρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ὠχρότητ τὰς ὠχρότητᾰς
     κλητική ! ὠχρότης ὠχρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠχρότητε
γεν-δοτ τοῖν  ὠχροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠχρότης < ὠχρό(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠχρότης αρσενικό (μαρτυρείται ο ενικός αριθμός)

  1. η χλομάδα, ο ωχρότητα
  2. το ωχρό χρώμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία