Δείτε επίσης: ὠχρός, ωχρός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὦχρος οἱ ὦχροι
      γενική τοῦ ὤχρου τῶν ὤχρων
      δοτική τῷ ὤχρ τοῖς ὤχροις
    αιτιατική τὸν ὦχρον τοὺς ὤχρους
     κλητική ! ὦχρε ὦχροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὤχρω
γεν-δοτ τοῖν  ὤχροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὦχρος < ὠχρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὦχρος αρσενικό

  1. η χλωμάδα, η ωχρότητα του φόβου
    ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς
  2. (χρώμα) το ωχρό χρώμα, η ώχρα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ὠχρός

  Πηγές επεξεργασία