Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠχρίας < ὠχρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὠχρίας αρσενικό (γενική: του ὠχρίου)

  • (για ανθρώπους) κιτρινιάρης, χλωμός

Συγγενικά επεξεργασία