Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὠχρίας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὠχρίας
<
ὠχρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὠχρίας
αρσενικό
(
γενική
: του ὠχρίου)
(για ανθρώπους) κιτρινιάρης, χλωμός
Συγγενικά
επεξεργασία
ὠχράω
-ῶ
ὠχριάω
-ῶ
ὠχρότης
η ωχρότητα
ο
ὦχρος
, το ωχρό χρώμα