ὠλεσίοικος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠλεσίοικος | τὸ ὠλεσίοικον | οἱ, αἱ ὠλεσίοικοι | τὰ ὠλεσίοικα |
Γενική | τοῦ, τῆς ὠλεσιοίκου | τοῦ ὠλεσιοίκου | τῶν ὠλεσιοίκων | τῶν ὠλεσιοίκων |
Δοτική | τῷ, τῇ ὠλεσιοίκῳ | τῷ ὠλεσιοίκῳ | τοῖς, ταῖς ὠλεσιοίκοις | τοῖς ὠλεσιοίκοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠλεσίοικον | τὸ ὠλεσίοικον | τοὺς, τὰς ὠλεσιοίκους | τὰ ὠλεσίοικα |
Κλητική | ὠλεσίοικε | ὠλεσίοικον | ὠλεσίοικοι | ὠλεσίοικα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠλεσιοίκω | |||
Γενική-Δοτική | ὠλεσιοίκοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασίαὠλεσίοικος,ος,ον
- που καταστρέφει όλο το σπιτικό ή την οικογένεια
- πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον θεόν οὐ θεοῖς ὁμοίαν,... Ἐρινὺν (: φρικίασα με τη θεά που ερειπώνει σπίτια, μια θεά που δεν μοιάζει σε θεούς... την Ερινύα)
- που τρώει την πατρική περιουσία