Δείτε επίσης: ὦρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὧρος < ὥρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὧρος αρσενικό

  1. το έτος
  2. (στον πληθυντικό) τα χρονικά