ὠμόθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
*ὠμόθρῐχ- ὠμότρῐχ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ὠμόθριξ | οἱ/αἱ | ὠμότριχες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | ὠμότριχος | τῶν | ὠμοτρίχων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | ὠμότριχῐ | τοῖς/ταῖς | ὠμότριξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ὠμότριχᾰ | τοὺς/τὰς | ὠμότριχᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ὠμόθριξ | ὠμότριχες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠμότριχε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὠμοτρίχοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὠμόθριξ (ελληνιστική κοινή) < ὠμ(ός) + -ο- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὠμόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία
- (ελληνιστική κοινή) σκληρότριχος, που έχει σκληρές, άγριες τρίχες
- ※ ὅταν χέλυδρος πυρσὸν ὠμόθριξ βαρὺν, ἀπεμπολητὴς τῆς φυταλμίας χθονὸς, φλέξας τὸν ὠδίνοντα μορμωτὸν λόχον, ἀναψαλάξῃ γαστρὸς ἑλκύσας ζυγά (Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Αλεξάνδρα, σελ. 523, στιχ. 340)
Πηγές
επεξεργασία- ὠμόθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.