ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
*ὠμόθρῐχ- ὠμότρῐχ-
ονομαστική / ὠμόθριξ οἱ/αἱ ὠμότριχες
      γενική τοῦ/τῆς ὠμότριχος τῶν ὠμοτρίχων
      δοτική τῷ/τῇ ὠμότριχ τοῖς/ταῖς ὠμότριξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ὠμότριχ τοὺς/τὰς ὠμότριχᾰς
     κλητική ! ὠμόθριξ ὠμότριχες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὠμότριχε
γεν-δοτ τοῖν  ὠμοτρίχοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠμόθριξ (ελληνιστική κοινή) < ὠμ(ός) + -ο- + -θριξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὠμόθριξ αρσενικό ή θηλυκό, σε επιθετική λειτουργία