ὠδίνω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ὠδίνω
- γεννώ, έχω πόνους τοκετού
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
- δόκιμο μόνον σε τύπους του ενεστώτα, μεταγενέστεροι όλοι οι υπόλοιποι:
- παρατατικός ὤδινον, μέλλων ὠδινῶ και ὠδινήσω, αόριστος ὤδινα ὠδίνησα
- μέσος αόριστος ὠδινησάμην παθ. αόριστος ὠδινήθην