Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠδίνω < ὠδίς (γενική ὠδίν(ος) + πρόσφυμα jω)

  Ρήμα επεξεργασία

ὠδίνω

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

παρατατικός ὤδινον, μέλλων ὠδινῶ και ὠδινήσω, αόριστος ὤδινα ὠδίνησα
μέσος αόριστος ὠδινησάμην παθ. αόριστος ὠδινήθην