Ὠγύγιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
Ὠγῠγιο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | Ὠγύγιος | ἡ | Ὠγυγίᾱ & Ὠγύγιος |
τὸ | Ὠγύγιον | |
γενική | τοῦ | Ὠγυγίου | τῆς | Ὠγυγίᾱς & Ὠγυγίου |
τοῦ | Ὠγυγίου | |
δοτική | τῷ | Ὠγυγίῳ | τῇ | Ὠγυγίᾳ & Ὠγυγίῳ |
τῷ | Ὠγυγίῳ | |
αιτιατική | τὸν | Ὠγύγιον | τὴν | Ὠγυγίᾱν & Ὠγύγιον |
τὸ | Ὠγύγιον | |
κλητική ὦ! | Ὠγύγιε | Ὠγυγίᾱ & Ὠγύγιε |
Ὠγύγιον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | Ὠγύγιοι | αἱ | Ὠγύγιαι & Ὠγύγιοι |
τὰ | Ὠγύγιᾰ | |
γενική | τῶν | Ὠγυγίων | τῶν | Ὠγυγίων & Ὠγυγίων |
τῶν | Ὠγυγίων | |
δοτική | τοῖς | Ὠγυγίοις | ταῖς | Ὠγυγίαις & Ὠγυγίοις |
τοῖς | Ὠγυγίοις | |
αιτιατική | τοὺς | Ὠγυγίους | τὰς | Ὠγυγίᾱς & Ὠγυγίους |
τὰ | Ὠγύγιᾰ | |
κλητική ὦ! | Ὠγύγιοι | Ὠγύγιαι & Ὠγύγιοι |
Ὠγύγιᾰ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὠγυγίω | τὼ | Ὠγυγίᾱ & Ὠγυγίω |
τὼ | Ὠγυγίω | |
γεν-δοτ | τοῖν | Ὠγυγίοιν | τοῖν | Ὠγυγίαιν & Ὠγυγίοιν |
τοῖν | Ὠγυγίοιν | |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. Στους τραγικούς, δικατάληκτο -ος, -ος, -ον. | |||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὨγύγιος, -α, ον και στους τραγικούς, συνήθως -ος, -ος, -ον
- που σχετίζεται με την Ὠγυγία
Άλλες γραφές
επεξεργασία- ὠγύγιος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ὠγύγιος, ὠγύγιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.