↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ὤγυγος οἱ Ὤγυγοι
      γενική τοῦ Ὠγύγου τῶν Ὠγύγων
      δοτική τῷ Ὠγύγ τοῖς Ὠγύγοις
    αιτιατική τὸν Ὤγυγον τοὺς Ὠγύγους
     κλητική ! Ὤγυγε Ὤγυγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὠγύγω
γεν-δοτ τοῖν  Ὠγύγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ὤγυγος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ὤγυγος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία