Δείτε επίσης: ώστε, ὅστε

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὥστε < αρχαία ελληνική < ὥς + τε

  Σύνδεσμος

επεξεργασία
ὥστε συμπερασματικός (αποτελεσματικός) σύνδεσμος
  1. εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που σημαίνουν το πραγματικό ή το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και εκφέρονται με τις εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως ή απαρέμφατο
    Οὕτως ἰσχυρόν ἡ ἀλήθεια, ὥστε πάντων ἐπικρατεῖ
    Κραυγήν πολλήν ἐποίουν, ὥστε καί τούς πολεμίους ἀκούειν
  2. Για ενίσχυση του συμπεράσματος μερικές φορές προτάσσεται στην αρχή περιόδου ή ημιεπεριόδου και τότε εισάγει κύρια πρόταση, όπως και στη νεοελληνική.
    Ὁ χρόνος καί ἡ ἐμπειρία τά μή καλῶς ἔχοντα ἐκδιδάσκει. Ὥστε οὑ δεῖ ἐκ τῶν τοῦ κατηγόρου λόγων τούς νόμους καταμανθάνειν.(Ο χρόνος και η πείρα διδάσκει τι δεν είναι καλό. ΄Ωστε, δεν χρειάζεται να μάθουμε τους νόμους από τα λόγια του κατήγορου.)
    Ὥστε ἐκείνης τῆς νυκτός οὐδείς ἐκοιμήθη. (Κατά συνέπεια, από εκείνη τη νυχτα κανείς δεν κοιμήθηκε)

Άλλες μορφές

επεξεργασία