Ετυμολογία

επεξεργασία
ὧτε < άλλη γραφή του ὥτε, δωρικού τύπου του ὥστε

  Σύνδεσμος

επεξεργασία
ὧτε
  1. (δωρικός τύπος ) για να, άρα, προκειμένου
    ψυχρόν ὧτε λούεσθαι (πολύ κρύο για να λουστεί κάποιος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)