Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Προέλευση λέξεων » από τα ιταλικά ««« « Ετυμολογία « Ιταλικά |
Η προέλευση των λέξων από γλώσσα σε γλώσσα έως την απώτατη αρχή τους με κάθε είδος ετυμολογικής σχέσης.
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 7 υποκατηγορίες, από 7 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 2.045 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)C
Α
- -α
- αβαντάρω
- αβάντζα
- αβαντζάρω
- αβάντζο
- αβάντι
- αβάντι μαέστρο
- αβαντσάρω
- αβάρα
- αβαράρω
- αβαρία
- αβαριάτος
- Αβελίνο
- Αβετσάνο
- Αβιλιάνο
- αβοκέτα
- Άβολα
- αβρακαδάβρα
- αγαντάρω
- άγαρμπος
- Αγιουτάντης
- αγκουρέτο
- Αγκριτζέντο
- αγριολεβάντα
- α καπέλα
- ακομπανιαμέντο
- ακορντεόν
- ακόρντο
- ακοστάρω
- ακουαφόρτε
- αλά
- αλα-
- αλαβάρδα
- αλαγαλλικά
- αλαμπουρνέζικος
- αλαμπουρνέζος
- αλαμπρατσέτα
- αλά πολίτα
- αλάργα
- αλαργάρω
- Αλβέρτος
- αλγερίνικος
- αλγερινικός
- Αλγερίνος
- Αλγκέρο
- αλεγκρέτο
- αλέγκρο
- αλέγκρος
- αλεγράρω
- αλέγρος
- Αλέρτα
- αληγής
- αλιάδα
- αλισίβα
- Άλκαμο
- αλληλοκουρσεύομαι
- αλ ντέντε
- αλσίβα
- αλτάνα
- Αλτζερίνος
- Αλτίνο
- άλτο
- Αλφρέδος
- αμάκα
- αμακατζής
- αμακατζού
- αμάμπιλε
- αμαρέτο
- Αμέρικα
- Αμερικάνος
- αμολάρω
- αμολέρνω
- αμόρε
- αμορόζα
- άμπακας
- άμπακος
- αμπαλάρω
- αμπάρα
- αμπουρνέλλα
- άμπρα κατάμπρα
- αμπρακατάμπρα
- ανέλο
- ανιολότο
- Ανκόνα
- -ανός
- αντάντε
- ανταντίνο
- αντάτζιο
- αντένα
- άντζα
- Αντζολέτα
- αντιθάλαμος
- αντίκα
- αντικάμαρα
- αντικομφορμίστας
- αντιμόνιο
- αντίο
- αντίπαπας
- αντιστικτικός
- αντίστιξη
- αντιστιξιακός
- αντιφωνία
- Άντσιο
- αντσούγια
- Αόστη
- Αουγκούστα
- Απέννινα
- απίκο
- απούντο
- αππαρθενεύω
- Απρίλια
- Αραγονέζος
- Αργεντίνα
- Αρέτσο
- άρια
- Αριάνο Ιρπίνο
- αριβάρω
- αριβεντέρτσι
- αριβίστας
- αριβίστικος
- αριόζο
- αρλεκίνος
- άρμα
- αρματόρος
- αρματούρα
- αρμόνικα
- αρμόνιο
- αρμπαρόριζα
- αρμπουρέτο
- άρπα
- αρπέτζιο
- άρπισμα
- αρτίστα
- αρτίστας
- αρχικουρσάρος
- αρχιπέλαγος
- -άρω
- Ασίζη
- ασόλιαστος
- άσος
- άσσος
- αταβικός
- άταστος
- Ατέσα
- ατζέντης
- ατζέντισσα
- ατζιτάτο
- ατσελεράντο
- Αυστραλιάνος
- αυτοκινητόδρομος
- αφετουόζο
- Αφρικάνα
Β
- βαβουίνος
- βαβυλωνία
- βαγαπόντης
- βαγονέτο
- βαγόνι
- βαζελίνη
- βάζο
- βαλβολίνη
- βαλεριάνα
- βαλίτσα
- βαλσάμικο
- βανίλια
- βαπόρι
- Βαράτσε
- βαρδαβέλα
- βάρδουλο
- βαρέλι
- βαρελότο
- βαρονέτος
- βαρονία
- βαρύτονος
- Βάστο
- βατίστα
- βατσέλι
- βατσίνα
- βεγγέρα
- βεγόνια
- βεδουίνος
- βελέντζα
- βέλο
- Βενετσάνος
- βενζίνα
- βενζόη
- Βενιζέλος
- βεντάλια
- βεντέτα
- βέντο
- βεράντα
- Βερόνα
- βέρος
- Βερτσέλι
- βέσπα
- βεστιάριο
- Βιαντάνα
- βιάτζο
- βίβα