↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αταβικός η αταβική το αταβικό
      γενική του αταβικού της αταβικής του αταβικού
    αιτιατική τον αταβικό την αταβική το αταβικό
     κλητική αταβικέ αταβική αταβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αταβικοί οι αταβικές τα αταβικά
      γενική των αταβικών των αταβικών των αταβικών
    αιτιατική τους αταβικούς τις αταβικές τα αταβικά
     κλητική αταβικοί αταβικές αταβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αταβικός < ιταλική atavico

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ta.viˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τα‐βι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αταβικός, -ή, -ό

  • (λογοτεχνικό) που σχετίζεται με μια παλιότερη γενιά ή με έναν πρόγονο, συνώνυμο του αταβιστικός
    ※  1956 Μ. Καραγάτσης Ο κίτρινος φάκελος
         — (...)Ὕστερα πρέπει νά διαβάσω. Εἶναι ἀφάνταστο τό τί πρέπει νά διαβάσω πρίν πεθάνω! Θά προφτάσω, ἄραγε;
         —Δέν θά προφτάστε. Θά ἦταν προτιμότερο νά ἀναζητῆστε τή γνώση στά ἀταβικά ἀποθέματα τῶν κυττάρων σας...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία