αταβισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αταβισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική atavisme < λατινική atavus (πρόγονος) < avus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éwh₂os
Ουσιαστικό επεξεργασία
αταβισμός αρσενικό
- (βιολογία) η επανεμφάνιση κληρονομικών χαρακτηριστικών προγόνου μετά από απουσία αρκετών γενιών
- (λόγιο) η επανεμφάνιση ιδεών, συμπεριφορών, μεθόδων κλπ που είχαν ξεχαστεί και θεωρούσαμε ότι ανήκουν στο παρελθόν