Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ta.vism/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
atavisme atavismes

atavisme (fr) αρσενικό