Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αταβιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αταβιστικ
ός
η
αταβιστικ
ή
το
αταβιστικ
ό
γενική
του
αταβιστικ
ού
της
αταβιστικ
ής
του
αταβιστικ
ού
αιτιατική
τον
αταβιστικ
ό
την
αταβιστικ
ή
το
αταβιστικ
ό
κλητική
αταβιστικ
έ
αταβιστικ
ή
αταβιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αταβιστικ
οί
οι
αταβιστικ
ές
τα
αταβιστικ
ά
γενική
των
αταβιστικ
ών
των
αταβιστικ
ών
των
αταβιστικ
ών
αιτιατική
τους
αταβιστικ
ούς
τις
αταβιστικ
ές
τα
αταβιστικ
ά
κλητική
αταβιστικ
οί
αταβιστικ
ές
αταβιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αταβιστικός
<
αταβισμός
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αταβιστικός, -ή, -ό
σχετικός με τον
αταβισμό
Συγγενικά
επεξεργασία
αταβιστικά
→
δείτε
τη λέξη
αταβισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αταβιστικός
αγγλικά
:
atavistic
(en)
ισπανικά
:
atávico
(es)
πολωνικά
:
atawistyczny
(pl)