Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προγονισμός οι προγονισμοί
      γενική του προγονισμού των προγονισμών
    αιτιατική τον προγονισμό τους προγονισμούς
     κλητική προγονισμέ προγονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγονισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προγονισμός αρσενικό

  1. το να κληρονομεί κάποιος χαρακτηριστικά των προγόνων και όχι των άμεσων γονιών του
  2. αταβισμός

  Μεταφράσεις επεξεργασία