αλγερίνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλγερίνικος < Αλγερίν(ος) + -ικος < ιταλική algerino[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.ʝeˈɾi.ni.kos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐γε‐ρί‐νι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίααλγερίνικος, -η, -ο
- (οικείο) άλλη μορφή του αλγερινός
- ※ Μάιος του 1790. Στον Κάβο Ντόρο, ανοιχτά του χωριού Πλατανιστός, ανάμεσα στο νότιο άκρο της Εύβοιας και του ακρωτηρίου της Φάσας της βόρειας Άνδρου, παραπλέοντας τις ακτές και κάνοντας μανούβρες και τολμηρούς ελιγμούς, ο τρομερός Λάμπρος Κατσώνης, μάχεται ενάντια στον τούρκικο στόλο του Καπουδάν-Πασά και τον αλγερίνικο του Σαήτ-Πασά, που έσπευσε για βοήθεια των Τούρκων. (Τάσος Χαλάς, Μνήμες Καβοντορίτικες, Εν Άνδρω, 1 Δεκεμβρίου 2013)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αλγερινικός
- ἀλιτζερίνικος (καθαρεύουσα)
- αλτζερίνικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλγερίνικος
→ δείτε τη λέξη αλγερινός |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλγερίνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας