↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλγερινικός η αλγερινική το αλγερινικό
      γενική του αλγερινικού της αλγερινικής του αλγερινικού
    αιτιατική τον αλγερινικό την αλγερινική το αλγερινικό
     κλητική αλγερινικέ αλγερινική αλγερινικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλγερινικοί οι αλγερινικές τα αλγερινικά
      γενική των αλγερινικών των αλγερινικών των αλγερινικών
    αιτιατική τους αλγερινικούς τις αλγερινικές τα αλγερινικά
     κλητική αλγερινικοί αλγερινικές αλγερινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλγερινικός < Αλγερίν(ος) + -ικός < ιταλική algerino[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /al.ʝe.ɾi.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐γε‐ρι‐νι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αλγερινικός, -ή, -ό[2]

  • (παρωχημένο) άλλη γραφή του αλγερίνικος, άλλη μορφή του αλγερινός
    ※  Τὴν 27ην τοῦ Αὐγούστου μηνὸς, μετ’ ἀγῶνα τὸν πλέον ἀπηλπισμένον, ἀπετεφρώθη ὁ Ἀλγερινικὸς στόλος, — ἠφανίσθησαν τὰ τὸν λιμένα ὑπερασπίζοντα δυνατὰ κανονιοστάσια, κ’ ἠναγκάσθη ὁ Δέης Ὀμὰρ νὰ στέρξῃ τὰς ὁποίας ὁ Ἄγγλος ναύαρχος ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν αἰσχίστας συνθήκας ταύτας, — ν’ ἀποδώσῃ χωρὶς λύτρον ὅσους εἶχεν αἰχμαλώτους, — νὰ ἐπιστρέψῃ τὰ προπληρωθέντα λύτρα καὶ νὰ καταργήσῃ διὰ παντὸς τὴν Χριστιανικὴν δουλείαν εἰς τὸ κράτος αὐτοῦ. (Περιγραφή και ιστορία του Αλγερίου, Αποθήκη των Ωφελίμων Γνώσεων, τεύχος 3, Μάρτιος 1837, σελ. 35)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αλγερίνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αλγερινικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)