αβαντάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβαντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική avantare[1] < λατινική adventare, απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα τού advento < advenio < ad + venio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vanˈda.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐ντά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίααβαντάρω, αόρ.: αβαντάρισα, παθ.φωνή: αβαντάρομαι, π.αόρ.: αβανταρίστηκα, μτχ.π.π.: αβανταρισμένος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβαντάρω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβαντάρω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αβαντάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)