Ετυμολογία

επεξεργασία
advento < advent- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική advento adventoj
αιτιατική adventon adventojn

advento (eo)


  Ετυμολογία

επεξεργασία
advento < (λατινικά) advenio (la)

advento (la) (adventō1, adventāvī, adventātum, adventāre)