αβοκέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβοκέτα | οι | αβοκέτες |
γενική | της | αβοκέτας | των | αβοκετών |
αιτιατική | την | αβοκέτα | τις | αβοκέτες |
κλητική | αβοκέτα | αβοκέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.voˈce.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βο‐κέ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβοκέτα θηλυκό
- (πτηνό) παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών το οποίο έχει μακριά πόδια, φτέρωμα ασπρόμαυρου χρώματος και κυρτό ράμφος
- ταξινομικός όρος: Recurvirostra avosetta Linnaeus, 1758
- ※ Η αβοκέτα φωλιάζει σε αποικίες, στους παράκτιους υγροτόπους, ιδιαίτερα σε αλμυρές λιμνοθάλασσες ή αλυκές.
- Αβοκέτα, biodiversity-info.gr
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αβοκέτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αβοκέτα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβοκέτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)