↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβοκέτα οι αβοκέτες
      γενική της αβοκέτας των αβοκετών
    αιτιατική την αβοκέτα τις αβοκέτες
     κλητική αβοκέτα αβοκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια ενήλικη αβοκέτα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβοκέτα < ιταλική avocetta[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.voˈce.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βο‐κέ‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβοκέτα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβοκέταΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)