πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αβοκέτα οι αβοκέτες
      γενική της αβοκέτας των αβοκετών
    αιτιατική την αβοκέτα τις αβοκέτες
     κλητική αβοκέτα αβοκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Μια ενήλικη αβοκέτα

Ετυμολογία

επεξεργασία
αβοκέτα < ιταλική avocetta[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αβοκέτα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αβοκέτα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)