ενικός         πληθυντικός  
avocette avocettes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
avocette < ιταλική avocetta

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.vɔ.sɛt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

avocette (fr) θηλυκό