avocetta
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
avocetta | avocette |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαavocetta (it) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- avocetta - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
ενικός | πληθυντικός |
avocetta | avocette |
avocetta (it) θηλυκό