Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμόρε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμόρε
<
μεσαιωνική ελληνική
αμόρε
(
αγάπη
) <
ιταλική
amore
<
λατινική
amor
<
amo
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*am-a- (
μητέρα
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμόρε
ουδέτερο
άκλιτο
(
παρωχημένο
)
αγάπη
(
λαϊκότροπο
)
εραστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμόρε
→
δείτε
τις λέξεις
αγάπη
και
εραστής