Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριόζο < ιταλική arioso

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριόζο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία