Ετυμολογία

επεξεργασία
arioso < (άμεσο δάνειο) ιταλική arioso

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arioso ariosos

arioso (fr) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arioso (it) αρσενικό