άρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άρια | οι | άριες |
γενική | της | άριας | των | αριών |
αιτιατική | την | άρια | τις | άριες |
κλητική | άρια | άριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρια < (άμεσο δάνειο) ιταλική aria < λατινική aera < αρχαία ελληνική ἀήρ (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάρια θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- άρια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάρια