Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπερετικός η οπερετική το οπερετικό
      γενική του οπερετικού της οπερετικής του οπερετικού
    αιτιατική τον οπερετικό την οπερετική το οπερετικό
     κλητική οπερετικέ οπερετική οπερετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπερετικοί οι οπερετικές τα οπερετικά
      γενική των οπερετικών των οπερετικών των οπερετικών
    αιτιατική τους οπερετικούς τις οπερετικές τα οπερετικά
     κλητική οπερετικοί οπερετικές οπερετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπερετικός < οπερέτα

  Επίθετο επεξεργασία

οπερετικός -ή -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία