αλαμπουρνέζικος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αλαμπουρνέζικος < αλαμπουρνέζ(ος) + -ικος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αλαμπουρνέζικος, -η, -ο
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αλαμπουρνέζος και Λιβόρνο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλαμπουρνέζικος
|