βαρονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρονία | οι | βαρονίες |
γενική | της | βαρονίας | των | βαρονιών |
αιτιατική | τη | βαρονία | τις | βαρονίες |
κλητική | βαρονία | βαρονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.ɾoˈni.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβαρονία θηλυκό
- η επικράτεια ενός βαρόνου
- το σύνολο των βαρόνων
- (κατ’ επέκταση) οι αριστοκράτες, η αριστοκρατία
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαρόνος